λυκόστομα

λυκόστομα
Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά συνοδεύεται από λαγωχειλία. Η σχισμή της υπερώας θέτει σε επικοινωνία τη στοματική κοιλότητα με τις ρινικές και δεν επιτρέπει τη δημιουργία κλειστής κοιλότητας με αρνητική πίεση στο στόμα, η οποία είναι απαραίτητη για τον φυσιολογικό θηλασμό. Στο παρελθόν, όταν δεν υπήρχε η εναλλακτική λύση της τεχνητής διατροφής, η δυσχέρεια λήψης τροφής και η ευκολία με την οποία εμφανίζονταν φλεγμονώδεις επιπλοκές στις κοιλότητες της μύτης και του φάρυγγα εξηγούσε την υψηλή θνησιμότητα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της πάθησης είναι χειρουργική και η επέμβαση πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, συνήθως μεταξύ έκτου και δωδέκατου μήνα. Συχνά παραμένουν μερικές δυσκολίες στην ομιλία, οι οποίες μπορεί να περιοριστούν σημαντικά με την κατάλληλη αγωγή.
* * *
το
ιατρ. συγγενής ύπαρξη σχισμής στην υπερώα, η οποία οφείλεται σε καθυστέρηση τής συνένωσης τών δύο εμβρυϊκών υπερώιων αποφύσεων τής άνω γνάθου κατά την 8η ώς τη 10η εμβρυϊκή εβδομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • λαγωχειλία — (Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • ουρανίσκος — ο (ΑΜ ουρανίσκος) [ουρανός] 1. υποκορ. τού ουρανός 2. ανατ. το άνω τοίχωμα τής κοιλότητας τού στόματος, η υπερώα νεοελλ. φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου» ιατρ. το λυκόστομα αρχ. 1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου 2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος αστερισμός… …   Dictionary of Greek

  • ουρανισκοπλασ(τ)ία — η ιατρ. πλαστική εγχείρηση στον ουρανίσκο για να διορθωθεί το λυκόστομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόσχιση — η ιατρ. το λυκόστομα …   Dictionary of Greek

  • σκυλάκι — (antirrhinum majus). Φυτό, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι αντίρρινο. Πρόκειται για ποώδες φυτό της οικογένειας των Σηροφουλαριιδών. Εχει βλαστό όρθιο, ύψους 30 50 εκ., φύλλα λογχοειδή ακέραια, λεία, και άνθη αρκετά μεγάλα, με… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”